απομαχικός

απομαχικός
η , ό[ν] относящийся к военнослужащим-отставникам

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απομαχικός" в других словарях:

  • απομαχικός — ή, ό σχετικός με τους απομάχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόμαχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • απομαχικός — ή, ό αυτός που ανήκει στους απόμαχους: Για τους απόμαχους της θάλασσας υπάρχει το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»